- παραμάγειρος
- παραμάγερας ο помощник повара
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παραμάγειρος, ο — και παραμάγερας ο βοηθός του μάγειρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραμάγειρος — και παραμάγερας, ο ο βοηθός τού μαγείρου … Dictionary of Greek
μαρμιτόνι — το υπάλληλος μαγειρείου που ασχολείται με το πλύσιμο τών σκευών και τών πιάτων, αλλά και με άλλες εργασίες καθαριότητας, παραμάγειρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. marmiton «παραμάγειρος» < marmite] … Dictionary of Greek
μάγειρος — και μάγερος και μάγειρας και μάγερας, ο, θηλ. μαγείρισσα και μαγέρισσα (AM μάγειρος, θηλ. μαγείρισσα, Α δωρ. τ. μάγιρος, αιολ. τ. μάγοιρος, θηλ. μαγείραινα, Μ και μάγειρας και μάγερας) αυτός που παρασκευάζει φαγητά, που έχει έργο να μαγειρεύει (α … Dictionary of Greek